nono
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
nono | nonos |
nono (fr) αρσενικό
- (φρούτο) πολυνησιακό φρούτο
- (Κεμπέκ) (ειρωνικό) χαζός, αφελής, « βλίτο »
- (έντομο) τροπικό έντομο του οποίου το τσίμπημα είναι πολύ οδυνηρό
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
nono | nonos |
nono (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]nono (it)