noni

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

noni (it)

  1. (δέντρο) το δέντρο νόνι, Morinda citrifolia
  2. (φρούτο) το φρούτο νόνι
  3. (ποτό) το αψέφημα που βγαίνει από την βράση των φύλλων ή του φλοιού του νόνι