nomo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nomo | nomoj |
αιτιατική | nomon | nomojn |
nomo (eo)
- το όνομα
- en la nomo de..., στο όνομα του..., εν ονόματι του...
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Ίντο (io)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]nomo (io)
- το όνομα