nichon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
nichon | nichons |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]nichon (fr) αρσενικό
- (οικείο, λαϊκότροπο) το βυζί
ενικός | πληθυντικός |
nichon | nichons |
nichon (fr) αρσενικό