musical
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | musical |
συγκριτικός | more musical |
υπερθετικός | most musical |
musical (en)
- μουσικός, που σχετίζεται με τη μουσική
- ↪ musical instruments - μουσικά όργανα
- καταλαβαίνω ή μου αρέσει η μουσική
- ↪ He is not musical.
- Δεν καταλαβαίνει από μουσική./Δεν του αρέσει η μουσική.
- ↪ He is not musical.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
musical | musicals |
musical (en)
- το μιούζικαλ
- ↪ I am playing the lead in a musical.
- Παίζω τον ρόλο πρωταγωνιστή σ' ένα μιούζικαλ.
- ↪ I am playing the lead in a musical.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]musical (fr) αρσενικό
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
musical | musicales |
Επίθετο
[επεξεργασία]musical (es) αρσενικό ή θηλυκό