moving

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός moving
συγκριτικός more moving
υπερθετικός most moving

moving (en)

  1. συγκινητικός, που προκαλεί συγκίνηση, συναισθήματα
    The farewell scenes were very moving.
    Οι σκηνές του αποχαιρετισμού ήταν πολύ συγκινητικές.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη touching
  2. κινούμενος, που κινείται ή κινών, που κινεί

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

moving (en)