maximal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]maximal (en)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Στη μαθηματική ορολογία το επίθετο maximal είναι γενικότερο του επιθέτου maximum. Π.χ. εάν μία μερική διάταξη έχει πολλά μέγιστα στοιχεία, τότε χαρακτηρίζονται όλα σαν maximal. Εάν υπάρχει μόνο ένα μέγιστο στοιχείο τότε το στοιχείο αυτό χαρακτηρίζεται σαν maximum. Για να διαχωρίσουν τις έννοιες μερικοί μαθηματικοί μεταφράζουν το maximal σαν μεγιστικός και το maximum σαν μέγιστος.
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | maximal | maximaux |
θηλυκό | maximale | maximales |
Επίθετο
[επεξεργασία]maximal (fr)