mass
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]mass (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mass | masses |
mass (en)
- η μάζα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | mass |
γ΄ ενικό ενεστώτα | masses |
αόριστος | massed |
παθητική μετοχή | massed |
ενεργητική μετοχή | massing |
mass (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συγκεντρώνω, μαζευόμαστε σε μεγάλους αριθμούς, συγκεντρώνω ανθρώπους ή πράγματα μαζί σε μεγάλους αριθμούς
- ↪ Troops are massing at the border.
- Στρατεύματα συγκεντρώνονται στα σύνορα.
- ↪ Troops are massing at the border.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- mass (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- mass (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- mass (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκεντρώνω