loup

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Loup

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
loup < λατινική lupus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lu/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
loup loups

loup (fr) αρσενικό