locution

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

locution (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
locution locutions

locution (fr) θηλυκό

  1. ιδίωμα
  2. διατύπωση
  3. έκφραση, φράση

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

(γραμματική)

Συγγενικά

[επεξεργασία]