load
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
load | loads |
load (en)
- (μετρήσιμο) το φορτίο, κάτι που μεταφέρεται (συνήθως σε μεγάλες ποσότητες) από πρόσωπο, όχημα κτλ.
- (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό) το φορτίο, ένα αίσθημα ευθύνης ή ανησυχίας που είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί
- ↪ It’s a heavy load on me.
- Αυτό είναι βαρύ φορτίο για μένα.
- ↪ I take a load off of someone’s mind.
- Βγάζω κάποιον από αγωνία/ανησυχία.
- ↪ It’s a heavy load on me.
- (μετρήσιμο, ηλεκτρολογία) το φορτίο, η ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που παρέχεται σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή
- ↪ peak load - φορτίο αιχμής
- (πληροφορική) το φόρτωμα, η διαδικασία της φόρτωσης (loading), πχ. δεδομένων στην μνήμη
Παράγωγα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | load |
γ΄ ενικό ενεστώτα | loads |
αόριστος | loaded |
παθητική μετοχή | loaded |
ενεργητική μετοχή | loading |
load (en)
- φορτώνω
- ↪ In the evening, he came back loaded with a big sack of things he bought.
- Το βράδυ γύρισε φορτωμένος με μια μεγάλη σακούλα ψώνια.
- ↪ In the evening, he came back loaded with a big sack of things he bought.
- (πληροφορική) φορτώνω, η φόρτωση [1], πχ. δεδομένα στην μνήμη
- ↪ editor loading… - φόρτωση επεξεργαστή…
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΛΟΤ/ΤΕ48/ΟΕ1 “Ορολογία Πληροφορικής”, σελ. 3. Προσπέλαση 2020-06-19.
Πηγές
[επεξεργασία]- load (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- load (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 943. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, φορτίο