lecz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Μόριο
[επεξεργασία]lecz (pl)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]lecz (pl)
- δεύτερο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος leczyć
lecz (pl)
lecz (pl)