lay down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | lay down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lays down |
αόριστος | laid down |
παθητική μετοχή | laid down |
ενεργητική μετοχή | laying down |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]lay down (en)
- ξαπλώνω κάποιον άλλο
- ↪ They laid him down on a stretcher.
- Τον ξάπλωσαν σ' ένα φορείο.
- ↪ They laid him down on a stretcher.
- βάζω κανόνα, δηλώνω επίσημα ότι ο κόσμος πρέπει να το υπακούει
- ↪ I lay down rules.
- Βαζω κανόνες.
- ↪ I lay down rules.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]lay down (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- lay down - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 135, 598. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω, ξαπλώνω