lato

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lato (it)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlatɔ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lato (pl) ουδέτερο

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • ο πληθυντικός αποτελεί και πληθυντικό του rok (έτος, χρόνος)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]