lato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lato (it)
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lato (pl) ουδέτερο
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- ο πληθυντικός αποτελεί και πληθυντικό του rok (έτος, χρόνος)