laosanino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laosanino | laosaninoj |
αιτιατική | laosaninon | laosaninojn |
laosanino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laosanino | laosaninoj |
αιτιατική | laosaninon | laosaninojn |
laosanino (eo)