jeton
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
jeton | jetons |
jeton (fr) αρσενικό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- donner les jetons, ficher les jetons, flanquer les jetons, foutre les jetons: → δείτε τη λέξη faire peur (φοβίζω)
- faux jeton, faux-jeton: υποκριτής
- jeton de présence: κέρμα που δίνεται σε κάθε μέλος μιας συνεδρίασης ώστε να μπορεί να δείξει ότι ήταν παρών