jest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
jest | jests |
jest (en)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | jest |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jests |
αόριστος | jested |
παθητική μετοχή | jested |
ενεργητική μετοχή | jesting |
jest (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]jest (pl)
- γ' ενικό πρόσωπο του ρήματος być