island
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
island | islands |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]island (en)
- (γεωγραφία) το νησί
- ↪ A bridge joins the island with the mainland.
- Μια γέφυρα συνδέει το νησί με την ηπειρωτική χώρα.
- ↪ A bridge joins the island with the mainland.