invalide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.va.lid/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
invalide invalides

invalide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
invalide invalides

invalide (fr) αρσενικό ή θηλυκό