invalid

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

invalid (en)

  1. άκυρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

invalid (en)

  1. ασθενής
    the imaginary invalid - ο κατά φαντασίαν ασθενής
  2. ανάπηρος

Επίθετο

[επεξεργασία]

invalid (en)

  1. αναπηρικός
    invalid carriage - όχημα ειδικά σχεδιασμένο για άτομα με αναπηρία