inspire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | inspire |
γ΄ ενικό ενεστώτα | inspires |
αόριστος | inspired |
παθητική μετοχή | inspired |
ενεργητική μετοχή | inspiring |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɪnˈspaɪr/ (ΗΠΑ)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : in‐spire
Ρήμα
[επεξεργασία]inspire (en)
- (μεταβατικό) εμπνέω, προκαλώ αίσθημα πλήρωσης ή ευφρόσυνης διάθεσης
- ↪ I inspire someone with hope/courage/respect.
- Εμπνέω ελπίδα/θάρρος/σεβασμό σε κάποιον.
- ↪ I inspire confidence in someone.
- Εμπνέω εμπιστοσύνη σε κάποιον.
- ↪ I inspire someone with hope/courage/respect.
- (μεταβατικό) εμπνέω, προκαλώ έμπνευση
- ↪ The view inspired me to write a poem.
- Η θέα μου ενέπνευσε ένα ποίημα.
- ↪ He was inspired by the French Revolution.
- Εμπνεύστηκε από τη γαλλική επανάσταση.
- ↪ The view inspired me to write a poem.
- εμπνέω, κινώ, ωθώ, παρακινώ κάποιον σε ορισμένο συναίσθημα ή πράξη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- inspire - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 285, 448-449, 992. ISBN 9780194325684., λήμμα: εμπνέω, κινώ, ωθώ