innocuous
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
- ΔΦΑ : /ɪˈnɒkjuəs/
- ⓘ (βοήθεια·αρχείο)
innocuous (en)
- ακίνδυνος, αβλαβής
- ανώδυνος, άκακος, που δεν προκαλεί εντάσεις ούτε βλάβη σε κάποιον
- an innocuous subject of conversation - ένα ανώδυνο θέμα συζήτησης