innocuous

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪˈnɒkjuəs/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

innocuous (en)

  1. ακίνδυνος, αβλαβής
  2. ανώδυνος, άκακος, που δεν προκαλεί εντάσεις ούτε βλάβη σε κάποιον
    an innocuous subject of conversation - ένα ανώδυνο θέμα συζήτησης