inked

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
inked < μέση αγγλική inked. Μορφολογικά ισοδύναμο με ink + -ed

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪŋkt/

Επίθετο

[επεξεργασία]

inked (en)

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
inked < ink + -ed

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

inked (en)