ingrate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.ɡʁat/

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ingrate ingrates

ingrate (fr)