housse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: houssé
      ενικός         πληθυντικός  
housse housses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

housse (fr) θηλυκό

  1. ένα είδος καλύμματος που δένεται στη σέλα ενός αλόγου και καλύπτει τα καπούλια
    Housse de drap, de velours.
    Housse brodée d’or et d’argent.
    Housse traînante, housse de cheval qui pend presque jusqu’à terre par les côtés.
  2. το κάλυμμα του καθίσματος του αμαξηλάτη
    Housse en broderie.
    Housse à frange.
    Housse à écusson.
  3. το κάλυμμα από ελαφρό πανί για να σκεπάζονται τα έπιπλα
    Housse de lit.
    Housse de fauteuil, de canapé.