hour
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hour | hours |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hour (en)
- (μετρήσιμο) η ώρα, το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυκτίου, 60 λεπτά
- ↪ An hour has sixty minutes.
- Μια ώρα έχει εξήντα λεπτά.
- ↪ I am going at 60 miles an hour.
- Πάω με 60 μίλια την ώρα.
- ↪ half an hour - μισή ώρα
- ↪ a quarter of an hour - ένα τέταρτο της ώρας
- ↪ just under an hour - λίγο λιγότερο από μια ώρα
- ↪ It’s a two hours’ walk/drive.
- Είναι δυο ώρες με τα πόδια/με τ' αυτοκίνητο.
- ↪ an hour by train - μια ώρα με το τρένο
- ↪ a 39-hour week - εβδομάδα 39 ωρών
- ↪ peak hours of traffic - ώρες κυκλοφοριακής αιχμής
- ↪ rush hours - ώρες μεγάλης κυκλοφορίας
- ↪ I waited a good hour.
- Περίμενα μια ολόκληρη ώρα.
- ↪ I waited a solid/full two hours.
- Περίμενα δυο ώρες γεμάτες.
- ↪ I am paid by the hour.
- Πληρώνομαι με την ώρα.
- ↪ at the eleventh hour - την ενδέκατη ώρα
- ↪ An hour has sixty minutes.
- (μόνο στον πληθυντικό) οι ώρες, μια καθορισμένη χρονική περίοδος κατά την οποία οι άνθρωποι εργάζονται, ένα γραφείο είναι ανοιχτό κτλ.
- ↪ office/working/visiting hours - ώρες γραφείου/εργασίας/επισκέψεων
- ↪ I am doing something after hours.
- Κάνω κάτι μετά τις ώρες κανονικής εργασίας.
- ↪ I work long/short hours.
- Δουλεύω πολλές/λίγες ώρες (την ημέρα).
- ↪ The workers demanded shorter hours.
- Οι εργάτες ζητούσαν λιγότερες ώρες δουλειάς.
- ↪ I am doing something outside of regular hours.
- Κάνω κάτι πριν ή μετά τις ώρες κανονικής εργασίας.
- (μόνο στον πληθυντικό) οι ώρες, μεγάλο χρονικό διάστημα
- ↪ We spent many happy hours together.
- Περάσαμε πολλές ευτυχισμένες ώρες μαζί.
- ↪ I have been walking for hours (and hours).
- Περπατώ επί ώρες.
- ↪ After an hours long discussion, he gave in and accepted his proposals.
- Ύστερα από πολύωρη συζήτηση υποχώρησε και δέχτηκε τις προτάσεις του.
- ↪ We spent many happy hours together.
- (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό) η ώρα, η στιγμή που συμβαίνει κάτι σημαντικό
- ↪ in the hour of danger/temptation/crisis - την ώρα του κινδύνου/του πειρασμού/της κρίσης
Παράγωγα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- hour - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 993. ISBN 9780194325684., λήμμα: ώρα