hew
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | hew |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hews |
αόριστος | hewed, hew |
παθητική μετοχή | hewed, hewn |
ενεργητική μετοχή | hewing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]hew (en)