hesitant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | hesitant |
συγκριτικός | more hesitant |
υπερθετικός | most hesitant |
Επίθετο
[επεξεργασία]hesitant (en)
- διστακτικός
- ⮡ He looked hesitant.
- Μου φάνηκε διστακτικός.
- ⮡ He looked hesitant.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- hesitant - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 242. ISBN 9780194325684., λήμμα: διστακτικός