helt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]helt (da)
Μέση ολλανδική (dum)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | helt | helde |
γενική | helts | helde |
δοτική | helde | helden |
αιτιατική | helt | helde |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]helt αρσενικό