haie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʔɛ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
haie haies

haie (fr) θηλυκό