grex
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- grex < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ger-, συγγενές με το (αρχαία ελληνική) ἀγείρω, ἀγορά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]grex αρσενικό (και παλαιότερα θηλυκό)
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | grex | gregēs |
γενική | gregis | gregum |
δοτική | gregī | gregibus |
αιτιατική | gregem | gregēs |
κλητική | grex | gregēs |
αφαιρετική | grege | gregibus |