goutte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡut/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
goutte gouttes

goutte (fr) θηλυκό

  1. η σταγόνα
  2. (ιατρική) ποδάγρα