fuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fuse | fuses |
fuse (en)
- (ηλεκτρολογία) η ασφάλεια, συσκευή που προφυλάσσει από υπερφόρτωση του δικτύου
- ⮡ a fuse box - ο πίνακας με τις ασφάλειες
- ⮡ A fuse has blown.
- Κάηκε μια ασφάλεια.
- το φιτίλι, ένα μακρύ κομμάτι νήμα ή χαρτί που ανάβει για να κάνει κάτι να εκραγεί
- ⮡ The explosion didn’t happen because the fuse was wet.
- Η έκρηξη δεν έγινε, γιατί το φιτίλι ήταν βρεμένο.
- ⮡ He connected the fuse with three small bundles of dynamite and lit it.
- Σύνδεσε το φιτίλι με τρεις δεσμίδες δυναμίτη και το άναψε.
- ⮡ The explosion didn’t happen because the fuse was wet.
- ο πυροκροτητής, μια συσκευή που κάνει μια βόμβα να εκραγεί όταν χτυπήσει κάτι ή σε μια συγκεκριμένη στιγμή
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | fuse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fuses |
αόριστος | fused |
παθητική μετοχή | fused |
ενεργητική μετοχή | fusing |
fuse (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο) συγχωνεύω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα για να σχηματίσω ένα μόνο πράγμα
- συντήκω