forma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]forma (pl) θηλυκό
- η φόρμα με τις έννοιες:
- της εξωτερικής μορφής
- της φυσικής κατάστασης
- codziennie rano robię gimnastykę i dlatego jestem w dobrej formie - κάνω καθημερινά το πρωί γυμνασιτκή και γι αυτό είμαι σε καλή φόρμα
- του σκεύους κουζίνας
- η μορφή στην οποία έχει εκφραστεί κάτι
- nie mogę przyjąć referatu napisanego w tej formie - δεν μπορώ να δεχτώ μια αναφορά γραμμένη σε αυτή τη μορφή
- το καλούπι
- mieszamy wszystkie składniki i wlewamy je do formy - ανακατεύουμε όλα τα υλικά και τα χύνουμε στο καλούπι
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
forma | formas |
forma (pt) θηλυκό
- η μορφή
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]forma (ro)