foot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
foot | feet |
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]foot (en)
- το πόδι, το τμήμα κάτω από τον αστράγαλο
- ↪ His foot slipped and he fell.
- Το πόδι του γλίστρησε κι έπεσε.
- ↪ His feet smell.
- Τα πόδια του μυρίζουν.
- ↪ Don’t step with dirty feet on the carpet.
- Μην πατάς με βρόμικα πόδια στο χαλί.
- ↪ His foot slipped and he fell.
- το κάτω μέρος, η ρίζα ενός βουνού, το χαμηλότερο μέρος του κάτι· η βάση του κάτι
- ↪ the foot of a page - το κάτω μέρος μιας σελίδας
- ↪ They made their way down to the foot of the mountain.
- Κατέβηκαν ως τη ρίζα του βουνού.
- ↪ the foot of a wall/ladder - η βάση τοίχου/σκάλας
- η άκρη, η πιο μακρινή ή χαμηλότερη άκρη κάτι
- ↪ the foot of the bed - η άκρη του κρεβατιού
- το πόδι ενός αντικειμένου
- ↪ the feet of the table - τα πόδια του τραπεζιού
- (μονάδα μέτρησης μήκους) το πόδι
- ↪ a room ten feet in length and eight in width - δωμάτιο μήκους δέκα ποδιών και πλάτους οκτώ
- ↪ He’s five feet ten inches./He’s five foot ten.
- Είναι πέντε πόδια δέκα ίντσες.
- μια ομάδα συλλαβών από ένα στίχο που ακολουθεί ένα μέτρο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]foot (fr) αρσενικό
- (οικείο) το ποδόσφαιρο
- jouer au foot - παίζω ποδόσφαιρο