flame
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
flame | flames |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]flame (en)
- φλόγα
- (μεταφορικά) ταίρι, η σχέση μου
ενικός | πληθυντικός |
flame | flames |
flame (en)