fio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fio (eo)

  1. φρίκη, βδέλυγμα
  2. το γράμμα φι



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bheu-

fio (ενεργητική φωνή: facio)

  1. γίνομαι
  2. συμβαίνω