finesse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η δεξιοτεχνία
- η μαεστρία
- ο παραπλανητικός αντιπερισπασμός, το στρατήγημα, το τέχνασμα
Ρήμα
[επεξεργασία]- βελτιστοποιώ, τελειοποιώ
- αποδίδω δεξιοτεχνικά
- αντιπερισπώ, διεξάγω/διενεργώ παραπλανητικό αντιπερισπασμό, στρατήγημα, τέχνασμα
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- finesse < fin
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]finesse (fr) θηλυκό
- η δεξιοτεχνία
- η λεπτότητα του χαρακτήρα, η φινέτσα