fester
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | fester |
γ΄ ενικό ενεστώτα | festers |
αόριστος | festered |
παθητική μετοχή | festered |
ενεργητική μετοχή | festering |
Ρήμα
[επεξεργασία]fester (en)
ενεστώτας | fester |
γ΄ ενικό ενεστώτα | festers |
αόριστος | festered |
παθητική μετοχή | festered |
ενεργητική μετοχή | festering |
fester (en)