fear

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
fear fears

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fear (en)

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]
ενεστώτας fear
γ΄ ενικό ενεστώτα fears
αόριστος feared
παθητική μετοχή feared
ενεργητική μετοχή fearing

fear (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fear (ga)