faul

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /faʊ̯l/
 
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

faul (de)

  1. χαλασμένος, σάπιος
  2. τεμπέλης, οκνηρός

Αντώνυμα

[επεξεργασία]
  1. frisch
  2. fleißig