famous
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | famous |
συγκριτικός | more famous |
υπερθετικός | most famous |
Επίθετο
[επεξεργασία]famous (en)
- διάσημος, φημισμένος
- ↪ The famous writer wrote three new novels this year.
- Η διάσημη συγγραφέας έγραψε τρία καινούρια μυθιστορήματα φέτος.
- ↪ She is famous for her cooking.
- Φημίζεται για τη μαγειρική της.
- ↪ The famous writer wrote three new novels this year.