extent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
extent | extents |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]extent (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η έκταση, πόσο μεγάλο, σημαντικό, σοβαρό κτλ. είναι κάτι
- ↪ the extent of her knowledge - η έκταση των γνώσεων της
- ↪ I am estimating the extent of the damage.
- Υπολογίζω την έκταση των ζημιών.
- ↪ the extent of our trade/transactions with Egypt - η έκταση του εμπορίου μας/των συναλλαγών με την Αίγυπτο
- η έκταση, το φυσικό μέγεθος μιας περιοχής
- ↪ It’s five miles in extent.
- Έχει πέντε μίλια έκταση.
- ↪ We could see the full extent of the park.
- Μπορούσαμε να δούμε το πάρκα σε όλη του την έκταση.
- ↪ It’s five miles in extent.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- extent - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 273-274. ISBN 9780194325684., λήμμα: έκταση