entendement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɑ̃.tɑ̃d.mɑ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
entendement | entendements |
entendement (fr) αρσενικό
- η νόηση