drzwi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

drzwi (pl) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]