drawing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
drawing drawings

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

drawing (en)

  1. το σχέδιο
  2. αποτέλεσμα κλήρωσης

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

drawing (en)