drawing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
drawing | drawings |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]drawing (en)
- το σχέδιο
- αποτέλεσμα κλήρωσης
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]drawing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του draw