downpour
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
downpour | downpours |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]downpour (en)
- η νεροποντή, η μπόρα, η βροχόπτωση
- ↪ I was caught in a downpour.
- Με έπιασε νεροποντή/μπόρα.
- ↪ In Northern Greece, downpours will occur.
- Στη Βόρεια Ελλάδα θα σημειωθούν βροχοπτώσεις.
- ↪ a downpour (of rain) - πτώση βροχής
- ↪ I was caught in a downpour.
Πηγές
[επεξεργασία]- downpour - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 574, 584. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπόρα, νεροποντή