doc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
doc | docs |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- doc < περικοπή του doctor, ή document ή documentary
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]doc (en)
- (ανεπίσημο)
- → δείτε τη λέξη doctor (γιατρός)
- → δείτε τη λέξη document (έγγραφο)
- → δείτε τη λέξη documentary (ντοκιμαντέρ)