denial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
denial | denials |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]denial (en)
- η άρνηση, μια δήλωση ότι κάτι δεν είναι αλήθεια ή δεν υπάρχει· η ενέργεια του να αρνούμαι κάτι
- ↪ He answered every one of my proposals with a stubborn/categorical denial.
- Σε κάθε πρότασή μου απαντούσε με μια πεισματική/κατηγορηματική άρνηση.
- ↪ He answered every one of my proposals with a stubborn/categorical denial.
- (μη μετρήσιμο) η άρνηση, η ενέργεια του να αρνούμαι να αποδεχτώ ότι κάτι δυσάρεστο ή οδυνηρό είναι αληθινό
- ↪ His answer suggests denial.
- Η απάντησή του υποδηλώνει άρνηση.
- ↪ His answer suggests denial.