cruor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- cruor < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kreuh₂. Συγγενές με το (αρχαία ελληνικά) κρέας, το (σανσκριτικά) क्रविस् (kravís), το (πρωτοσλαβική γλώσσα) *kry και το (αγγλοσαξονικά) hrǣw (αγγλικά raw)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cruor αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cruor | cruorēs |
γενική | cruoris | cruorum |
δοτική | cruorī | cruoribus |
αιτιατική | cruorem | cruorēs |
κλητική | cruor | cruorēs |
αφαιρετική | cruore | cruoribus |